ἀλητεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀλητεύω < ἀλήτης + -εύω

Ρήμα

ἀλητεύω

  1. περιπλανιέμαι, ζω γυρίζοντας από το ένα μέρος στο άλλο (για ζητιάνους, κυνηγούς, εξόριστους)
    ξεῖνός τις δύστηνος ἀλητεύει κατὰ δῶμα ἀνέρας αἰτίζων (Οδύσσεια, ρ 501)
    Ξένος βαριόμοιρος γυρνάει στὸν πύργο, κι ἀπ' τοὺς ἄντρες ψωμοζητάει (μετάφραση Αργ. Εφταλιώτη)

Αναφορές

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.