ἀλαλαγμός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἀλαλαγμός
<
ἀλαλάζω
Ουσιαστικό
ἀλαλαγμός
αρσενικό
αλαλαγμός
,
κραυγή
πολεμικής ορμής ή ενθουσιασμού
Συνώνυμα
ἀλαλαγή
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.