ἀλέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀλέω < ρίζα ἀλ-

Ρήμα

ἀλέω-ἀλῶ

  1. αλέθω, κοπανίζω
    ἤλουν τὰ σιτία


Συγγενικά

  • ἄλευρον
  • ἀλέτης (ο μυλωνάς)
  • ἄλεσιςκαι ἄλησις και ἀλετός και ἀλήτος η άλεση)
  • ἀλέτης (ο μυλωνάς)
  • ἀλετρίς
  • ἄλητον (το άλευρο)
  • ἀλετρήβανος (το γουδοχέρι)
  • "ἀλέτης όνος" και ἀλετών (η πάνω και κάτω μυλόπετρα)
  • ἀλήθω και ἀλέθω (μεταγενέστερος τύπος του ἀλέω)

Εκφράσεις

  • ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλαι, ἀλέουσι δὲ λεπτά
  • βίος ἀληλεμένος : πολιτισμένο βιοτικό επίπεδο (όπου τρώνε αλεσμένα δημητριακά και όχι απλώς φρούτα, που θεωρούνταν κατώτερη τροφή)

Ρηματικοί τύποι

παρατατικός ἤλουν, αόριστος ἤλεσα και ποιητικός τύπος ἄλεσσα, παρακείμενος ἀλήλεκα. Παθητική φωνή αόριστος ἠλέσθην, παρακείμενος ἀλήλεσμαι και ἀλήλεμαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.