ἀελιά

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀελιά < (βοῦς) ἀγελαία (επίθετο), με σίγηση του «γ» και συνίζηση

Ουσιαστικό

ἀελιά θηλυκό

  • (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του ἀγελάδα
      16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Γ', στίχ. 97 (97-98)
    Γιὰ τὸ ταυρὶν ἡ ἀελιὰ μουγκᾶται καὶ φωνιάζει
    κ᾿ ἡ προβατίνα τὸν κριγιὸ μέρα καὶ νύχτα κράζει.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 119

  • ἀγελάδι
  • ἀγελάδιν
  • ἀγελιά
  • 'γελάδι

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη ἀγελάδα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.