ἀδάμαστος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀδάμαστος < ἀ- στερητικό + δαμάζω

Επίθετο

ἀδάμαστος, -ος, -ον

  1. που δεν μπορείς να τον δαμάσεις, να τον καταβάλλεις
    Ἀΐδης τοι ἀμείλιχος ἠδ᾽ ἀδάμαστος (Ιλιάδα Ι 158)
    ἀδάμαστος πῶλος (Ξενοφών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.