ἀγή
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀγή < ἄγνυμι
Ουσιαστικό
ἡ ἀγή θηλυκό
- ρήξη, θραύσμα
- κατ' επέκταση η περιοχή στην οποία θραύονται τα κύματα, η βραχώδης ακτή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.