ساز

Οθωμανικά τουρκικά (ota)

Ετυμολογία

ساز < (άμεσο δάνειο) περσική ساز (sāz)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: τουρκικά: saz &  δείτε τη λέξη ساز (περσικά)

Ουσιαστικό

ساز (fa) (sâz)



Περσικά (fa)

Ουσιαστικό

ساز (fa) (sâz)

Απόγονοι

ساز (περσικά)

οθωμανικά τουρκικά: ساز (sāz)
τουρκικά: saz
νέα ελληνικά: σάζι
αγγλικά: saz
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.