глина
Βουλγαρικά
(bg)
Ουσιαστικό
глина
(bg)
θηλυκό
ο
πηλός
, η
άργιλος
Ρωσικά
(ru)
Ουσιαστικό
глина
(ru)
θηλυκό
ο
πηλός
, η
άργιλος
Σλαβομακεδονικά
(mk)
Ουσιαστικό
глина
(mk)
θηλυκό
ο
πηλός
, η
άργιλος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.