глина

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

глина (bg) θηλυκό

  1. ο πηλός, η άργιλος



Ρωσικά (ru)

Ουσιαστικό

глина (ru) θηλυκό

  1. ο πηλός, η άργιλος



Σλαβομακεδονικά (mk)

Ουσιαστικό

глина (mk) θηλυκό

  1. ο πηλός, η άργιλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.