ότου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ότου < αρχαία ελληνική ὅτου (γενική της αντωνυμίας ὅστις = όποιου)
Αντωνυμία
ότου
- χρησιμοποιείται μόνο στους συνδεσμικούς τύπους: μέχρις ότου, έως ότου και ως δεύτερο συνθετικό στο σύνδεσμο αφότου
Μεταφράσεις
ότου
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.