ωσότου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ωσότου < (ελληνιστική κοινή) ἕως ὅτου

Σύνδεσμος

ωσότου Χρονικός σύνδεσμος

  1. εισάγει δευτερεύουσα χρονική πρόταση που δηλώνει το χρόνο κατά τον οποίο παύει να συμβαίνει αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση
    η μάνα έκατσε στο προσκέφαλο του παιδιού της, ωσότου το πήρε ο ύπνος
     συνώνυμα: έως ότου, ώσπου, μέχρις ότου, μέχρι που, μέχρι να

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.