ωραιότατα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ωραιότατα, υπερθετικός βαθμός του ωραία

Επίρρημα

ωραιότατα

  1. πολύ ωραία, θαυμάσια
    Ωραιότατα! Αφού βρήκαμε 1.000 ευρώ επιτέλους μπορούμε να πάμε διακοπές
  2. (ειρωνικά) χαρακτηρισμός κατάστασης που δεν καλύπτει τις προσδοκίες μας
    Ωραιότατα! Αφού πήγες κι έδωσες τις δόσεις στις τράπεζες δεν θα πάμε διακοπές ούτε του χρόνου
 δείτε τη λέξη  ωραία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.