ψυχοκοινωνιολογικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ψυχοκοινωνιολογικά < ψυχοκοινωνιολογικός < ψυχοκοινωνιολογία
Επίρρημα
ψυχοκοινωνιολογικά
- η εξέταση ενός ζητήματος με τρόπο που λαμβάνει υπόψη του την ψυχοκοινωνιολογική διάσταση, δηλαδή την ψυχολογία του ατόμου μέσα στην ομάδα στην οποία ανήκει
Μεταφράσεις
ψυχοκοινωνιολογικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.