ψηφοφορώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψηφοφορώ < (ελληνιστική κοινή) ψηφοφορέω / ψηφηφορῶ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψηφοφορώ | ψηφοφορούσα | θα ψηφοφορώ | να ψηφοφορώ | ψηφοφορώντας | |
| β' ενικ. | ψηφοφορείς | ψηφοφορούσες | θα ψηφοφορείς | να ψηφοφορείς | (ψηφοφόρει) | |
| γ' ενικ. | ψηφοφορεί | ψηφοφορούσε | θα ψηφοφορεί | να ψηφοφορεί | ||
| α' πληθ. | ψηφοφορούμε | ψηφοφορούσαμε | θα ψηφοφορούμε | να ψηφοφορούμε | ||
| β' πληθ. | ψηφοφορείτε | ψηφοφορούσατε | θα ψηφοφορείτε | να ψηφοφορείτε | ψηφοφορείτε | |
| γ' πληθ. | ψηφοφορούν(ε) | ψηφοφορούσαν(ε) | θα ψηφοφορούν(ε) | να ψηφοφορούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψηφοφόρησα | θα ψηφοφορήσω | να ψηφοφορήσω | ψηφοφορήσει | ||
| β' ενικ. | ψηφοφόρησες | θα ψηφοφορήσεις | να ψηφοφορήσεις | ψηφοφόρησε | ||
| γ' ενικ. | ψηφοφόρησε | θα ψηφοφορήσει | να ψηφοφορήσει | |||
| α' πληθ. | ψηφοφορήσαμε | θα ψηφοφορήσουμε | να ψηφοφορήσουμε | |||
| β' πληθ. | ψηφοφορήσατε | θα ψηφοφορήσετε | να ψηφοφορήσετε | ψηφοφορήστε | ||
| γ' πληθ. | ψηφοφόρησαν ψηφοφορήσαν(ε) |
θα ψηφοφορήσουν(ε) | να ψηφοφορήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψηφοφορήσει | είχα ψηφοφορήσει | θα έχω ψηφοφορήσει | να έχω ψηφοφορήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψηφοφορήσει | είχες ψηφοφορήσει | θα έχεις ψηφοφορήσει | να έχεις ψηφοφορήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψηφοφορήσει | είχε ψηφοφορήσει | θα έχει ψηφοφορήσει | να έχει ψηφοφορήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψηφοφορήσει | είχαμε ψηφοφορήσει | θα έχουμε ψηφοφορήσει | να έχουμε ψηφοφορήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψηφοφορήσει | είχατε ψηφοφορήσει | θα έχετε ψηφοφορήσει | να έχετε ψηφοφορήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψηφοφορήσει | είχαν ψηφοφορήσει | θα έχουν ψηφοφορήσει | να έχουν ψηφοφορήσει |
| |
Μεταφράσεις
ψηφοφορώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.