ψευδαργυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψευδαργυρώνω < ψευδάργυρος + -ώνω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψευδάργυρος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψευδαργυρώνω | ψευδαργύρωνα | θα ψευδαργυρώνω | να ψευδαργυρώνω | ψευδαργυρώνοντας | |
| β' ενικ. | ψευδαργυρώνεις | ψευδαργύρωνες | θα ψευδαργυρώνεις | να ψευδαργυρώνεις | ψευδαργύρωνε | |
| γ' ενικ. | ψευδαργυρώνει | ψευδαργύρωνε | θα ψευδαργυρώνει | να ψευδαργυρώνει | ||
| α' πληθ. | ψευδαργυρώνουμε | ψευδαργυρώναμε | θα ψευδαργυρώνουμε | να ψευδαργυρώνουμε | ||
| β' πληθ. | ψευδαργυρώνετε | ψευδαργυρώνατε | θα ψευδαργυρώνετε | να ψευδαργυρώνετε | ψευδαργυρώνετε | |
| γ' πληθ. | ψευδαργυρώνουν(ε) | ψευδαργύρωναν ψευδαργυρώναν(ε) |
θα ψευδαργυρώνουν(ε) | να ψευδαργυρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψευδαργύρωσα | θα ψευδαργυρώσω | να ψευδαργυρώσω | ψευδαργυρώσει | ||
| β' ενικ. | ψευδαργύρωσες | θα ψευδαργυρώσεις | να ψευδαργυρώσεις | ψευδαργύρωσε | ||
| γ' ενικ. | ψευδαργύρωσε | θα ψευδαργυρώσει | να ψευδαργυρώσει | |||
| α' πληθ. | ψευδαργυρώσαμε | θα ψευδαργυρώσουμε | να ψευδαργυρώσουμε | |||
| β' πληθ. | ψευδαργυρώσατε | θα ψευδαργυρώσετε | να ψευδαργυρώσετε | ψευδαργυρώστε | ||
| γ' πληθ. | ψευδαργύρωσαν ψευδαργυρώσαν(ε) |
θα ψευδαργυρώσουν(ε) | να ψευδαργυρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψευδαργυρώσει | είχα ψευδαργυρώσει | θα έχω ψευδαργυρώσει | να έχω ψευδαργυρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψευδαργυρώσει | είχες ψευδαργυρώσει | θα έχεις ψευδαργυρώσει | να έχεις ψευδαργυρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψευδαργυρώσει | είχε ψευδαργυρώσει | θα έχει ψευδαργυρώσει | να έχει ψευδαργυρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψευδαργυρώσει | είχαμε ψευδαργυρώσει | θα έχουμε ψευδαργυρώσει | να έχουμε ψευδαργυρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψευδαργυρώσει | είχατε ψευδαργυρώσει | θα έχετε ψευδαργυρώσει | να έχετε ψευδαργυρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψευδαργυρώσει | είχαν ψευδαργυρώσει | θα έχουν ψευδαργυρώσει | να έχουν ψευδαργυρώσει |
| |
Μεταφράσεις
ψευδαργυρώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.