ψίλωθρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ψίλωθρον < ψιλός + ὄθριξ

Ουσιαστικό

ψίλωθρον ουδέτερο

  • αποτριχωτική ουσία που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα αλλά και αργότερα οι γυναίκες και κατά περίπτωση οι άνδρες και που την παρασκεύαζαν από διάφορα φυτά, ίσως ένα απο αυτά να ήταν η λευκή άμπελος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.