χωριάτικη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χωριάτικη < χωριάτικη σαλάτα

Ουσιαστικό

χωριάτικη θηλυκό

  1. η χωριάτικη σαλάτα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χωριάτικη θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του χωριάτικος

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.