χυτρίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χυτρίζω < χύτρα
Ρήμα
χυτρίζω
- βάζω μέσα στη χύτρα
- εκθέτω βρέφος (ίσως να συνήθιζαν να μην το αφήνουν απόλυτα έκθετο, αλλά να το βάζουν σε μια μεγάλη χύτρα, όπως σήμερα το βάζουν σε ένα καλάθι ή πορτ-μπεμπέ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.