χυτρίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χυτρίζω < χύτρα

Ρήμα

χυτρίζω

  1. βάζω μέσα στη χύτρα
  2. εκθέτω βρέφος (ίσως να συνήθιζαν να μην το αφήνουν απόλυτα έκθετο, αλλά να το βάζουν σε μια μεγάλη χύτρα, όπως σήμερα το βάζουν σε ένα καλάθι ή πορτ-μπεμπέ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.