χτυπηματάκι

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

χτυπηματάκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χτυπηματάκι ουδέτερο

  1. μικρό σκούντημα
  2. μικρό τραύμα, μικροεκδορά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.