χρησιμοποιηθεί
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
χρησιμοποιηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χρησιμοποιούμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρησιμοποιούμαι
- θα χρησιμοποιηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρησιμοποιούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.