χονδρικῶς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χονδρικῶς (μαρτυρείται από το 1809)[1] < χονδρικ(ός) + -ῶς

Επίρρημα

χονδρικῶς

Αναφορές

  1. σελ. 1115, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.