χιόνεος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χιόνεος < χιών
Επίθετο
χιόνεος, έα, εον
- σαν χιόνι, σε χρώμα, υφή, παγωνιά
- τὸ δέ οἱ μέλαν εἴβεται αἷμα χιονέας σαρκός {Βίων ο Σμυρναίος, Αδώνιδος επιτάφιος)
- σχετικός με το χιόνι
- χιόνεος ὕδατα, νιφάδες, κρύσταλλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.