χιλιανών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χιλιανών
- γενική πληθυντικού του χιλιανός
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του χιλιανός
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χιλιανός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.