χειρότονος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

χειρότονος < χειροτονητέον ή χειροτονέω < χειρό- + θέμα τόν-ος ( < τείνω)

Επίθετο

χειρότονος, -ος, -ον
  1. που υψώνει το χέρι για να ψηφίσει
  2. που γίνεται με ύψωση του χεριού (π.χ. θυσία)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.