χειρότονος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- χειρότονος < χειροτονητέον ή χειροτονέω < χειρό- + θέμα τόν-ος ( < τείνω)
Επίθετο
- χειρότονος, -ος, -ον
- που υψώνει το χέρι για να ψηφίσει
- που γίνεται με ύψωση του χεριού (π.χ. θυσία)
Συγγενικά
- χειροτονία
- χειροτονητέον
- χειροτονέω
- χειροτονητός
Πηγές
- χειρότονος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χειρότονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.