χειροδίκης

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χειροδίκης < χείρ + δίκη

Ουσιαστικό

χειροδίκης αρσενικό
  • εκείνος που χειροδικεί, διεκδικεί αυτό που θεωρεεί δίκαιο με τη βία ή γενικά φέρεται βίαια
...οὐδέ κεν οἵ γεγηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν χειροδίκαι (Ησίοδος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.