χείρωμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χείρωμα < χειρόω < χείρ


Ουσιαστικό

χείρωμα αρσενικό

  1. νίκη επί κάποιου, πράξη βίας εναντίον κάποιου
    δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος. (το να σκοτώσουν μια δούλα είναι ευτελές κατόρθωμα)
    ...ἄφαντος ἔρρει θανασίμῳ χειρώματι; (...εξαφανίστηκε από θανάσιμο χτύπημα;)
  2. η ρήψη χώματος με τα χέρια, το σκάψιμο με τα χέρια
    ...καὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματα, μήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν (και να μην του φτιάξουν με τα χέρια επικήδειο τύμβο ούτε να τον τιμήσουν με θρήνους)


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.