χαριστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χαριστήριον < < χαρίζομαι
Ουσιαστικό
χαριστήριον ουδέτερο
- ευχαριστήριος προσφορά σε θεούς
- τούτων μὲν οὖν χρὴ χαριστήρια ὧν ἂν ἔχωμεν τοῖς θεοῖς...
Σημειώσεις
- το επίθετο χαριστήριος φαίνεται μεταγενέστερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.