χαμπαριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
χαμπαριάζω
- καταλαβαίνω, κατανοώ
- (κατ’ επέκταση) έχω γνώση, γνωρίζω
- (κατ’ επέκταση) (αρνητικά) φοβάμαι
- ↪δεν χαμπαριάζει τίποτε αυτός
Ταυτόσημο
- παίρνω χαμπάρι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χαμπαριάζω | χαμπάριαζα | θα χαμπαριάζω | να χαμπαριάζω | χαμπαριάζοντας | |
| β' ενικ. | χαμπαριάζεις | χαμπάριαζες | θα χαμπαριάζεις | να χαμπαριάζεις | χαμπάριαζε | |
| γ' ενικ. | χαμπαριάζει | χαμπάριαζε | θα χαμπαριάζει | να χαμπαριάζει | ||
| α' πληθ. | χαμπαριάζουμε | χαμπαριάζαμε | θα χαμπαριάζουμε | να χαμπαριάζουμε | ||
| β' πληθ. | χαμπαριάζετε | χαμπαριάζατε | θα χαμπαριάζετε | να χαμπαριάζετε | χαμπαριάζετε | |
| γ' πληθ. | χαμπαριάζουν(ε) | χαμπάριαζαν χαμπαριάζαν(ε) |
θα χαμπαριάζουν(ε) | να χαμπαριάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χαμπάριασα | θα χαμπαριάσω | να χαμπαριάσω | χαμπαριάσει | ||
| β' ενικ. | χαμπάριασες | θα χαμπαριάσεις | να χαμπαριάσεις | χαμπάριασε | ||
| γ' ενικ. | χαμπάριασε | θα χαμπαριάσει | να χαμπαριάσει | |||
| α' πληθ. | χαμπαριάσαμε | θα χαμπαριάσουμε | να χαμπαριάσουμε | |||
| β' πληθ. | χαμπαριάσατε | θα χαμπαριάσετε | να χαμπαριάσετε | χαμπαριάστε | ||
| γ' πληθ. | χαμπάριασαν χαμπαριάσαν(ε) |
θα χαμπαριάσουν(ε) | να χαμπαριάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χαμπαριάσει | είχα χαμπαριάσει | θα έχω χαμπαριάσει | να έχω χαμπαριάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χαμπαριάσει | είχες χαμπαριάσει | θα έχεις χαμπαριάσει | να έχεις χαμπαριάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χαμπαριάσει | είχε χαμπαριάσει | θα έχει χαμπαριάσει | να έχει χαμπαριάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χαμπαριάσει | είχαμε χαμπαριάσει | θα έχουμε χαμπαριάσει | να έχουμε χαμπαριάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χαμπαριάσει | είχατε χαμπαριάσει | θα έχετε χαμπαριάσει | να έχετε χαμπαριάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χαμπαριάσει | είχαν χαμπαριάσει | θα έχουν χαμπαριάσει | να έχουν χαμπαριάσει |
| |
Μεταφράσεις
χαμπαριάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.