χαμπαριάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαμπαριάζω < χαμπάρι + -ιάζω

Ρήμα

χαμπαριάζω

  1. καταλαβαίνω, κατανοώ
  2. (κατ’ επέκταση) έχω γνώση, γνωρίζω
  3. (κατ’ επέκταση) (αρνητικά) φοβάμαι
    δεν χαμπαριάζει τίποτε αυτός

Ταυτόσημο

  • παίρνω χαμπάρι

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.