χαμηλόβαθμων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χαμηλόβαθμων

  1. γενική πληθυντικού του χαμηλόβαθμος
  2. γενική πληθυντικού του χαμηλόβαθμη
  3. γενική πληθυντικού του χαμηλόβαθμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.