χαμαικέρασος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χαμαικέρασος < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: χαμοκέρασο (αγριοφράουλα)

Ουσιαστικό

χαμαικέρασος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • (φυτό) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί) για τις εκδοχές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.