χαλκόκροτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
χαλκόκροτος, -ος, -ον
- επίθετο της θεάς Δήμητρας επειδή στη λατρεία της έκρουαν όργανα με χάλκινο ήχο
- ήχος από κρούση χαλκών
- χαλκόκροτοι ἵπποι (από τον ήχο των χάλκινων πετάλων τους)
- όπλο από χαλκό
- χαλκόκροτον δὲ λαβοῦσα νεκρῶν πάρα φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν: και παίρνοντας το χάλκινο όπλο των νεκρών <γιών της> το έχωσε στην σάρκα της (Ευριπίδης)
- ο πληθ. του ουδετέρου και ως ουσιαστικό
- χαλκόκροτα: τα χάλκινα κουζινικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.