χαλκοπράσινων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χαλκοπράσινων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του χαλκοπράσινος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του χαλκοπράσινος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χαλκοπράσινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.