χαζολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
χαζολογώ
- περνώ την ώρα μου μην κάνοντας τίποτα σοβαρό ή παραγωγικό, απλώς χαζεύοντας άσκοπα εδώ κι εκεί
- κάνω χαζές, άσκοπες συζητήσεις χωρίς ουσία, για να περνάει η ώρα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χαζολογώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.