χάνταξ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- χάνταξ < χάνδαξ
Ουσιαστικό
χάνταξ αρσενικό
- άλλη μορφή του χάνδαξ: το χαντάκι, η τάφρος
- ※ 11ος αιώνας ⌘ Κεκαυμένος, Στρατηγικόν. Cecaumeni Strategicon. Αγία Πετρούπουλη:1896, Ανατύπωση:Amsterdam:Hakkert, 1965, οθ, 30
- ποίησον χάντακας διπλοῦς καὶ τριπλοῦς καὶ βαθυτάτους καὶ πλατεῖς, καὶ ἔξω τῶν χαντάκων λάκκους εἰς τὸ ὀλισθαίνειν τοὺς ἵππους,
- ※ 11ος αιώνας ⌘ Κεκαυμένος, Στρατηγικόν. Cecaumeni Strategicon. Αγία Πετρούπουλη:1896, Ανατύπωση:Amsterdam:Hakkert, 1965, οθ, 30
Συγγενικά
με θέμα χαντακ-
- χαντάκιον > νέα ελληνικά χαντάκι
- Χαντακηνός
→ δείτε τη λέξη χάνδαξ για θέμα χανδακ-
Πηγές
- χάνδαξ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.