φυτρώση

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φυτρώση < φυτρώσῃ

Ρηματικός τύπος

φυτρώση

  • το "φυτρώσει" της νεοελληνικής, μεταγραφή της παλιότερης γραφής "φυτρώσῃ" (έτσι γραφόταν το γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα ή υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυτρώνω στην καθαρεύουσα και πρωτύτερα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.