φυλλοφορώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φυλλοφορώ < ελληνιστική κοινή φυλλοφορέω[1]

Ρήμα

φυλλοφορώ (μόνο στον ενεστώτα, χωρίς παθητική φωνή)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.