φρεσκαρισμένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φρεσκαρισμένων

  1. γενική πληθυντικού του φρεσκαρισμένος
  2. γενική πληθυντικού του φρεσκαρισμένη
  3. γενική πληθυντικού του φρεσκαρισμένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.