φούντο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φούντο < λείπει η ετυμολογία

Επιφώνημα

φούντο

  1. (ναυτικό παράγγελμα) ρίξε την άγκυρα

Ουσιαστικό

φούντο ουδέτερο

  1. ο θαλάσσιος πυθμένας
  2. (ναυτικός όρος) το ρίξιμο της άγκυρας

Εκφράσεις

  • πάω για φούντο: καταστρέφομαι οικονομικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.