φούντο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φούντο < → λείπει η ετυμολογία
Επιφώνημα
φούντο
- (ναυτικό παράγγελμα) ρίξε την άγκυρα
Εκφράσεις
- πάω για φούντο: καταστρέφομαι οικονομικά
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φούντο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.