φουτμπόλ
Νέα ελληνικά (el)

φούτμπολ, το αμερικανικό ποδόσφαιρο
Ετυμολογία
- φουτμπόλ < (αθλητισμός) (άμεσο δάνειο) αγγλική football
Ουσιαστικό
φουτμπόλ ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο, αθλητισμός) το ποδόσφαιρο
- (αθλητισμός) συνήθως παροξύτονο: φούτμπολ, το λεγόμενο και «αμερικανικό ποδόσφαιρο» (ενίοτε αναφερόμενο ως ράγκμπι, με την ευρύτερη έννοια)
- φουτμπώλ (μη απλοποιημένη)
Μεταφράσεις
φουτμπόλ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.