φουτμπόλ

Νέα ελληνικά (el)

φούτμπολ, το αμερικανικό ποδόσφαιρο

Ετυμολογία

φουτμπόλ < (αθλητισμός) (άμεσο δάνειο) αγγλική football

Ουσιαστικό

φουτμπόλ ουδέτερο άκλιτο

  1. (παρωχημένο, αθλητισμός) το ποδόσφαιρο
  2. (αθλητισμός) συνήθως παροξύτονο: φούτμπολ, το λεγόμενο και «αμερικανικό ποδόσφαιρο» (ενίοτε αναφερόμενο ως ράγκμπι, με την ευρύτερη έννοια)

  • φουτμπώλ (μη απλοποιημένη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.