φουριόζικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φουριόζικα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου φουριόζικος
Επίρρημα
φουριόζικα
- με φουριόζικο τρόπο, μεφούρια, βιαστικά, με μεγάλη σπουδή, πιθανά και με κάποια προχειρότητα
Μεταφράσεις
φουριόζικα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.