φλιῶρος
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Επίθετο
φλιῶρος, -α, -ο
- λευκός
- ※ βλάγκο ἂλογο, ῥούσσα γυναῖκα, φλιῶρο γίδι να μην παίρνης ποτέ σου ... Φλιῶρο δέ πρόβατο ή γίδι, και συνηθέστερον φλῶρο λέγεται το λευκόν (εκ του λατιν. επιθ. florus) (Νικόλαος Πολίτης, Παροιμίαι, τόμος Γ΄, 2015, σελ. 129 )
Μεταφράσεις
φλιῶρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.