βλάγκος

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

βλάγκος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

βλάγκος

  • ασπρότριχος[1], ανοιχτού κόκκινου χρώματος[2]
      βλάγκο ἂλογο, ῥούσσα γυναῖκα, φλιῶρο γίδι να μην παίρνης ποτέ σου ... Φλιῶρο δέ πρόβατο ή γίδι, και συνηθέστερον φλῶρο λέγεται το λευκόν (εκ του λατιν. επιθ. florus) (Νικόλαος Πολίτης, Παροιμίαι, τόμος Γ΄, 2015, σελ. 129 )

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και Συγγενικά - Τέχνες και Σύνεργα, Αθήνα 1931
  2. Θανάσης Π. Κωστάκης, Λεξικό της Τσακώνικης διαλέκτου, τομ. 1, 1986, σελ. 187
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.