φιναλίστ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φιναλίστ < φινάλε
Ουσιαστικό
φιναλίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- για κάποιον που καταφέρνει να φτάσει έως το τέλος ενός διαγωνισμού, που δεν έχει αποκλειστεί από τα αρχικά στάδια
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.