φιλοκκλήσιος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- φιλοκκλήσιος < φιλο- + (ἐ)κκλησ(ία) + -ος
Επίθετο
φιλοκκλήσιος
- άλλη μορφή του φιλεκκλήσιος
- ※ 17ος αιώνας ⌘ παπα-Συναδινός, ιερεύς και σακελλάριος Σερρών, Xρονικό των Σερρών, φ. 32r
- Ἀπέθανεν ὁ παπὰ κὺρ Μπατζὴς ὁ Ζιχνιώτης καὶ ἐνορίτης τοὺς Ἁγίους Θεοδώρους, ἄνθρωπος ὡς ν΄ χρονῶν, ἐπτωχαδάκι, ταπεινός, ἥσυχος, πρᾶος, ἄκακος, ἁπλοῦς, φιλοκκλήσιος· ἀμὴ ἦτον πολλὰ ἀγράμματος.
- απόσπασμα@books.google Textes, documents, études sur le monde byzantin, néohellénique, et balkanique, vol.1. 1996
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.