φιλιγκράν
Νέα ελληνικά (el)

Χρυσά βραχιόλια φιλιγκράν, 11-13ος αιώνας
Ετυμολογία
- φιλιγκράν < (άμεσο δάνειο) γαλλική filigrane • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φιλιγκράν ουδέτερο άκλιτο
- περίτεχνο τεχνούργημα από χρυσό ή ασημένιο σύρμα από το οποίο σχηματίζονται τα σχέδια
- αντικείμενο που μοιάζει με φιλιγκράν
- (κατ' επέκταση, σπάνιο, σε πρώην ιταλοκρατούμενες περιοχές) η φιλιγράνα, το υδατογράφημα, η υδατογραφία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.