φιλανθρωπικό

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

φιλανθρωπικό

  1. φιλανθρωπικός, στην αιτιατική του ενικού

φιλανθρωπικό, ουδέτερο του φιλανθρωπικός

  1. στην ονομαστική / αιτιατική / κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.