φιδοσέρνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιδοσέρνομαι < φίδι + σέρνομαι

Ρήμα

φιδοσέρνομαι

  • έρπω σαν το φίδι, με πολλούς ελιγμούς
    ένας στενός χωματόδρομος φιδοσέρνεται και οδηγεί τελικά στο μοναστήρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.