φθερσιγενής
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ὁ, ἡ φθερσιγενής, το φθερσιγενές
- αυτός που έχει τη δύναμη να καταστρέψει ολόκληρο γένος
- ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖς Ἐρινύες, αἵτ᾽ Οἰδιπόδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.