φειδωλή γλῶσσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
φειδωλὴ γλῶσσα
- φειδωλή (φτωχή) γλώσσα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 720 (719-720)
- γλώσσης τοι θησαυρὸς ἐν ἀνθρώποισιν ἄριστος | φειδωλῆς, πλείστη δὲ χάρις κατὰ μέτρον ἰούσης·
- Άριστος θησαυρός μες στους ανθρώπους η φειδωλή η γλώσσα, | που σαν προχωράει με μέτρο είναι πολύ μεγάλη η χάρη της.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- γλώσσης τοι θησαυρὸς ἐν ἀνθρώποισιν ἄριστος | φειδωλῆς, πλείστη δὲ χάρις κατὰ μέτρον ἰούσης·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 720 (719-720)
Πηγές
- φειδωλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φειδωλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.