φασόλιν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

φασόλιν < *φασιόλιον ή *φασηόλιον με αποβολή του ημιφώνου μεταξύ [s] και φωνήεντος < υποκοριστικό για την ελληνιστική κοινή φασίολος και δείτε φασόλι

Ουσιαστικό

φασόλιν ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.