φασουλής
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
φασουλής
<
Φασουλής
Ουσιαστικό
φασουλής
αρσενικό
αυτός που προκαλεί το
γέλιο
και είναι
πονηρός
και
τολμηρός
Μεταφράσεις
φασουλής
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.